μούρο

μούρο
baie

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μούρο — το (Μ μοῡρο[ν]) ο καρπός τής μουριάς νεοελλ. είδος καρκινώματος που μοιάζει κατά το σχήμα με μούρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μόρον* με κώφωση τού ο σε ου ] …   Dictionary of Greek

  • μούρο — το ο καρπός της μουριάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μόρο — (I) το ζωολ. γένος τελεόστεων οστεϊχθύων τής οικογένειας eretmophoridae. (II) το (Α μόρον) ο καρπός τής μουριάς, τής συκαμινιάς, συκάμινο, μούρο νεοελλ. ωάριο που μετά τη γονιμοποίηση του διαιρείται σε δύο, τέσσερα, οκτώ μέρη και ούτω καθεξής αρχ …   Dictionary of Greek

  • μουριά — Φυλλοβόλο δέντρο του γένους μορέα της οικογένειας των μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Στην Ελλάδα τη μετέφεραν από την Κίνα, μαζί με αβγά μεταξοσκώληκα, Έλληνες μοναχοί, κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού. Έκτοτε εγκλιματίστηκε και… …   Dictionary of Greek

  • βάτιον — βάτιον, το (Α) [βατός (Ι)] 1. μικρός βατός 2. ο καρπός της μουριάς, το μούρο …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • μορίδες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μάντεις». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. παράγεται από μόρος. Κατ άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. μόρον «μούρο», αν υποτεθεί ότι ο τ. μάντεις είναι άλλος τ. τού μαντία «βατόμουρο» (Διοσκ. 4, 37) πρβλ. βάτος] …   Dictionary of Greek

  • μορόεις — μορόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος με πολύ κόπο και τέχνη («τρίγληνα μορόεντα», Ομ. Ιλ.) 2. θανατηφόρος, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μορόεις στη φρ. ἕρματα τρίγληνα μορόεντα (Ιλ. Ξ 183 και Οδ. σ. 298) ερμηνεύθηκε ως «σκουλαρίκια …   Dictionary of Greek

  • μούρα — (I) η ξύλινη ή σιδερένια δοκός η οποία προβάλλει έξω από τις πλευρές τού πλοίου και χρησιμεύει για τη διάβαση και ένταση τών προπόδων τού ακάτιου ιστού. (II) και αμούρα, η ο καρπός τής μουριάς, το μούρο …   Dictionary of Greek

  • μούρσινος — μούρσινος, ίνη, ον (Α) πιθ. αυτός που έχει το χρώμα τής μουριάς ή αυτός που έχει το χρώμα τής μυρτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι πιθ. εσφαλμένη γραφή τού μόρινος (< μόρον «μούρο») ή < μυρσίνη αντί μύρσινος (βλ. και λ. μούρτζινος)] …   Dictionary of Greek

  • ντούτι — το ο καρπός τής μουριάς, το μούρο, το συκάμινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dut] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”